Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της δυναμικής πληθυσμών δύοαπειλούμενων ειδών της Κυπριακής Χλωρίδας και η αξιοποίηση των ευρημάτωνστην περιβαλλοντική εκπαίδευση.Στα πλαίσια του πρώτου άξονα, η οικολογική έρευνα εστιάστηκε στη συστηματικήδιαχρονική παρακολούθηση της δυναμικής των πληθυσμών των ειδών Astragalusmacrocarpus subsp. lefkarensis (Κεφάλαιο 2) και Ophrys kotschyi (Κεφάλαιο 3) μεσκοπό να προσδιορισθεί η δημογραφική συμπεριφορά των ειδών και οι διακυμάνσειςτων πληθυσμών τους. Για τον Astragalus macrocarpus subsp. lefkarensis εκτιμήθηκεη βιωσιμότητα του είδους με τη χρήση μητρωτικών μοντέλων αναπτυξιακών σταδίωνκαι διατυπώθηκαν κάποιες προτάσεις διαχείρισης με στόχο τη διατήρηση τωνπληθυσμών του.Στα πλαίσια του δεύτερου άξονα, η παιδαγωγική έρευνα επικεντρώθηκε στιςαντιλήψεις των ατόμων για τα απειλούμενα είδη. Επιχειρήσαμε αφενός ναεντοπίσουμε, να καταγράψουμε και να αναλύσουμε τις υπάρχουσες γνώσεις, αξίεςκαι προθέσεις δράσεις (Κεφάλαιο 4) και αφετέρου να διερ ...
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της δυναμικής πληθυσμών δύοαπειλούμενων ειδών της Κυπριακής Χλωρίδας και η αξιοποίηση των ευρημάτωνστην περιβαλλοντική εκπαίδευση.Στα πλαίσια του πρώτου άξονα, η οικολογική έρευνα εστιάστηκε στη συστηματικήδιαχρονική παρακολούθηση της δυναμικής των πληθυσμών των ειδών Astragalusmacrocarpus subsp. lefkarensis (Κεφάλαιο 2) και Ophrys kotschyi (Κεφάλαιο 3) μεσκοπό να προσδιορισθεί η δημογραφική συμπεριφορά των ειδών και οι διακυμάνσειςτων πληθυσμών τους. Για τον Astragalus macrocarpus subsp. lefkarensis εκτιμήθηκεη βιωσιμότητα του είδους με τη χρήση μητρωτικών μοντέλων αναπτυξιακών σταδίωνκαι διατυπώθηκαν κάποιες προτάσεις διαχείρισης με στόχο τη διατήρηση τωνπληθυσμών του.Στα πλαίσια του δεύτερου άξονα, η παιδαγωγική έρευνα επικεντρώθηκε στιςαντιλήψεις των ατόμων για τα απειλούμενα είδη. Επιχειρήσαμε αφενός ναεντοπίσουμε, να καταγράψουμε και να αναλύσουμε τις υπάρχουσες γνώσεις, αξίεςκαι προθέσεις δράσεις (Κεφάλαιο 4) και αφετέρου να διερευνήσουμε τις δυνατότητες επανασχηματισμού, επαναπροσανατολισμού ή διαμόρφωσης νέων αξιών, γνώσεωνκαι προθέσεων μέσω συγκεκριμένης διδακτικής παρέμβασης (Κεφάλαιο 5).Για την μελέτη της βιωσιμότητας του πληθυσμού του απειλούμενου ενδημικού φυτούAstragalus macrocarpus subsp. lefkarensis (Κεφάλαιο 2), εγκαταστάθηκαν επτάμόνιμες δειγματοληπτικές επιφάνειες σε τρεις από τους έξι πληθυσμούς τουυποείδους. Παρακολουθήθηκαν οι πληθυσμοί για τέσσερα (4) διαδοχικά χρόνια ωςπρος τα χαρακτηριστικά του υποείδους (μορφομετρικά και αναπαραγωγικά), τηδυναμική των πληθυσμών (μέγεθος, αναπτυξιακή δομή, χωρική κατανομή), στοιχείατου ενδιαιτήματος (εδαφολογικά, κλιματικά, θήρευση) και τις ανθρωπογενείςεπιδράσεις.Ειδικότερα, για τη δυναμική πληθυσμών, όλα τα άτομα ταξινομήθηκαν σε μια από τιςακόλουθες αναπτυξιακές κλάσεις: αρτίβλαστα, φυτάρια, νεαρά φυτά και ενήλικα. Ταδεδομένα αναλύθηκαν με μητρωτικά μοντέλα προβολής του πληθυσμού στο μέλλονμε το λογισμικό RAMAS-Metapop. Πραγματοποιήθηκε (α) ντετερμινιστική ανάλυση επανασχηματισμού, επαναπροσανατολισμού ή διαμόρφωσης νέων αξιών, γνώσεωνκαι προθέσεων μέσω συγκεκριμένης διδακτικής παρέμβασης (Κεφάλαιο 5).Για την μελέτη της βιωσιμότητας του πληθυσμού του απειλούμενου ενδημικού φυτούAstragalus macrocarpus subsp. lefkarensis (Κεφάλαιο 2), εγκαταστάθηκαν επτάμόνιμες δειγματοληπτικές επιφάνειες σε τρεις από τους έξι πληθυσμούς τουυποείδους. Παρακολουθήθηκαν οι πληθυσμοί για τέσσερα (4) διαδοχικά χρόνια ωςπρος τα χαρακτηριστικά του υποείδους (μορφομετρικά και αναπαραγωγικά), τηδυναμική των πληθυσμών (μέγεθος, αναπτυξιακή δομή, χωρική κατανομή), στοιχείατου ενδιαιτήματος (εδαφολογικά, κλιματικά, θήρευση) και τις ανθρωπογενείςεπιδράσεις.Ειδικότερα, για τη δυναμική πληθυσμών, όλα τα άτομα ταξινομήθηκαν σε μια από τιςακόλουθες αναπτυξιακές κλάσεις: αρτίβλαστα, φυτάρια, νεαρά φυτά και ενήλικα. Ταδεδομένα αναλύθηκαν με μητρωτικά μοντέλα προβολής του πληθυσμού στο μέλλονμε το λογισμικό RAMAS-Metapop. Πραγματοποιήθηκε (α) ντετερμινιστική ανάλυση(β) ανάλυση στοχαστικότητας και (γ) προσομοίωση σεναρίων διαχείρισης. Για τηστατιστική επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο STATISTICA 7 (Statsoft Inc.) Από τη μελέτη των αποτελεσμάτων προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα: Η επιβίωση των αρτιβλάστων και η μετάβασή τους στην κλάση των φυταρίωνκαθώς και η επιβίωση των φυταρίων και η μετάβασή τους στην κλάση των νεαρώνείχε πολύ χαμηλά ποσοστά, ωστόσο η επιβίωση των φυτών στις μεγάλεςαναπτυξιακές κλάσεις ήταν υψηλή. Η ντετερμινιστική ανάλυση έδειξε τάση μείωσης κατά ποσοστό 1,7% ανά έτοςστους μελετούμενους πληθυσμούς. Οι τιμές του ρυθμού αύξησης (λ) κυμάνθηκανμεταξύ 0.665 και 1.082. Μικρότερες τιμές λ παρατηρήθηκαν στα έτη με χαμηλήετήσια βροχόπτωση και ψηλή μέση ετήσια θερμοκρασία και στον πληθυσμό πουβρίσκεται στο χαμηλότερο υψομετρικό όριο εξάπλωσης του υποείδους (περιοχήΑσγάτας). Η επιβίωση των ενηλίκων αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο του κύκλου ζωής τουυποείδους δεδομένου ότι εμφανίζει την υψηλότερη ελαστικότητα σε σχέση με τιςάλλες φάσεις. Η εισαγωγή στοχαστικότητας στο μοντέλο, αποκαλύπτει 4% πιθανότητα εξαφάνισης των μελετούμενων πληθυσμών μέσα στα επόμενα 100 χρόνια, μεελάχιστο αναμενόμενο μέγεθος τα 46 φυτά και μέσο χρόνο εξαφάνισης τα 80χρόνια. Ο πληθυσμός στο χαμηλότερο υψομετρικό όριο εξάπλωσης (περιοχήΑσγάτα, 230m) παρουσιάζει το μεγαλύτερο κίνδυνο εξαφάνισης (90%) με μέσοχρόνο μέχρι την εξαφάνιση τα 72 χρόνια, ενώ ο πληθυσμός στο ανώτερουψομετρικό όριο (περιοχή Λεύκαρα, 670m) αντιμετωπίζει το μικρότερο κίνδυνοεξαφάνισης (1%) στα επόμενα 100 χρόνια. Προσομοίωση σεναρίων διαχείρισης του υποείδους με εμπλουτισμό τωνπληθυσμών στο πεδίο από άτομα που θα παραχθούν στο εργαστήριο, προβλέπει ότιαναβάθμιση του πληθυσμού με εισαγωγή 20 νεαρών ατόμων κάθε δύο χρόνιαμπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο εξαφάνισης στα επόμενα 100 χρόνια.Για την μελέτη της δημογραφικής συμπεριφοράς του πληθυσμού του απειλούμενουενδημικού φυτού Ophrys kotschyi (Κεφάλαιο 3), εγκαταστάθηκαν εννιά μόνιμεςδειγματοληπτικές επιφάνειες (100 m2) στους τρεις μεγαλύτερους πληθυσμούς του είδους. Παρακολουθήθηκαν οι πληθυσμοί για τέσσερα διαδοχικά χρόνια ως προς ταχαρακτηριστικά του είδους (μορφομετρικά και αναπαραγωγικά), τη δυναμική των πληθυσμών (μέγεθος, φάσεις ζωής, χωρική κατανομή), στοιχεία του ενδιαιτήματος(εδαφολογικά, κλιματικά, θήρευση) και τις ανθρωπογενείς επιδράσεις.Από τη μελέτη των αποτελεσμάτων προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα: Το μέγεθος του μελετούμενου πληθυσμού από όλες τις περιοχές και όλες τιςχρονιές ήταν 49 ± 7.8 (ανά 100 m2). Τα άτομα της Ο. kotyschi παρουσίαζαν μια ακανόνιστη υπέργεια εμφάνιση.Υπήρχαν περιπτώσεις που ένα άτομο που είχε αρχικά απογραφεί εξαφανιζόταν τηνεπόμενη χρονιά αλλά επανεμφανιζόταν μετά από δύο χρονιές και συχνά σεδιαφορετική φάση του κύκλου ζωής του. Ως προς τη δομή του πληθυσμού, όλα τα άτομα ταξινομήθηκαν σε μια από τις πιοκάτω φάσεις ζωής: ανθισμένα, βλαστητικά και ληθαργικά. Από την ανάλυση μεταβάσεων από τη μια φάση στην άλλη, αποδεικνύεται ότι ταάτομα της Ophrys kotschyi έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα παραμονής στην ίδιαφάση και κατά την επόμενη χρονιά. Η επιβίωση των ανθισμένων ατόμων και ηπαραμονή τους και την επόμενη χρονιά σε αυτή τη φάση παρουσίασε τη μεγαλύτερη πιθανότητα (56,6%). Τα ανθισμένα άτομα είχαν μεγαλύτερηπιθανότητα να παρουσιαστούν ως ληθαργικά (23,1%) παρά ως βλαστητικά (17,3%)την επόμενη χρονιά. Η πιθανότητα παραμονής των ατόμων στη ληθαργική φάσηαπό τη μια χρονιά στην άλλη ήταν επίσης ψηλή (50%), αφού ο μισός περίπουπληθυσμός παρέμεινε κάτω από το έδαφος για τουλάχιστον 2 διαδοχικές χρονιές.Τα ληθαργικά άτομα της μιας χρονιάς είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα ναπαρουσιαστούν ως βλαστητικά (5,8%) την επόμενη χρονιά παρά ως ανθισμένα(3,2%) και τα βλαστητικά άτομα είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιαστούνως ληθαργικά (14,3% ) παρά ως ανθισμένα την επόμενη χρονιά (10,8%). Η θήρευση των μελετούμενων πληθυσμών από όλες τις περιοχές και όλες τιςχρονιές ήταν μεγαλύτερη στα άνθη (7.4 ± 2.9), ακολούθησε η θήρευση στα φύλλα(4.7 ± 3.9) και μικρότερη θήρευση παρατηρήθηκε στις κάψες (2.8 ± 4.0). Η πρόταση διαχειριστικών μέτρων είναι πολύ δύσκολη στην περίπτωση τωνορχιδέων, επειδή τα είδη αυτά έχουν πολύπλοκους και αβέβαιους κύκλους ζωής, οιοποίοι περιλαμβάνουν ληθαργικά στάδια και εναλλαγή εγγενούς και βλαστητικής αναπαραγωγής.Στο πλαίσιο εντοπισμού, καταγραφής και ανάλυσης των αντιλήψεων των μαθητώνγια τα απειλούμενα φυτά (Κεφάλαιο 4) διερευνήσαμε το εννοιολογικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζουν οι μαθητές τις αιτίες τρωτότητας των απειλούμενων ειδών, τις αξίεςπου καθοδηγούν τους λόγους διατήρησης γι αυτά τα είδη αλλά και τις διαχειριστικέςπρακτικές που προτίθενται να λάβουν κάτω από συνθήκες κανονικής καιαναβαθμισμένης εξουσίας (ρόλος μαθητή και ρόλος δημάρχου).Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με ημι-δομημένες, ατομικές συνεντεύξεις με εξήνταμαθητές (Ε’ και ΣΤ’ τάξης Δημοτικού), χρησιμοποιώντας κάρτες περιπτώσεων με 4απειλούμενα ενδημικά φυτά της Κυπριακής χλωρίδας. Έγινε ανάλυση περιεχομένου,εντοπίστηκαν τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι μαθητές στο συλλογισμό τους και τακριτήρια κατηγοριοποιήθηκαν σε ευρύτερες κατηγορίες. Η στατιστική επεξεργασίατων αποτελεσμάτων έγινε με το στατιστικό πακέτο SPSS (version 16.0; Chicago,Illinois).Από τη μελέτη των αποτελεσμάτων προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα: Ως προς τις αιτίες τρωτότητας, οι μαθητές παρουσίασαν ελλιπή κατανόηση τωναιτιών που απειλούν τα φυτά αποδίδοντας πολύ μικρότερη ευθύνη σε κοινωνικούςλόγους υποβάθμισης των πληθυσμών, ενώ παρουσίασαν δυσκολία στη διάκριση των αναγκών μεταξύ των άγριων και καλλιεργούμενων φυτών. Ως προς τις αξίες της διατήρησης των απειλούμενων φυτών, επικράτησαν οιαισθητικές αξίες (ομορφιά ατόμων ή τοπίου) και ακολούθησαν οι βιοκεντρικέςαξίες (προστασία μόνο του είδους). Οι οικοκεντρικές αξίες (προστασία τουενδιαιτήματος) εντοπίστηκαν πολύ υποβαθμισμένες, ενδεχομένως, λόγω απουσίαςοικολογικού συλλογισμού που σχετίζεται με την κατανόηση της πολυπλοκότηταςενός συστήματος και της αλληλεξάρτησης των ειδών. Οι ωφελιμιστικές αξίες(οικονομικές) παρουσίασαν πολύ χαμηλά ποσοστά, γεγονός που επιβεβαιώνειπροηγούμενες έρευνες που υποστηρίζουν ότι σε αυτή την ηλικία η αντίληψη ότι ηφύση έχει εργαλειακή σχέση με τον άνθρωπο δεν είναι ακόμη τόσο ανεπτυγμένη. Έχοντας αναβαθμισμένη εξουσία, η πλειοψηφία των ενεργειών των παιδιώνμετατοπίστηκε σημαντικά σε δράσεις ψηλότερης ιεραρχικής ταξινόμησης, δηλαδή,πρότειναν δράσεις στα πλαίσια της διαχείρισης ενδιαιτημάτων ή περιοχών και σταπλαίσια της νομοθεσίας, σε αντίθεση με τις αποσπασματικές δράσεις διαχείρισηςμεμονωμένων ατόμων του είδους που πρότειναν ως μαθητές. Διαπιστώθηκε ότι οι αξίες ομαδοποιούσαν τα πρότυπα συμπεριφορών των μαθητών σε τέσσερα: Οικοκεντρικό, Βιοκεντρικό, Ήπια ανθρωποκεντρικό(αισθητικό) και Έντονα ανθρωποκεντρικό (ωφελιμιστικό). Στα πλαίσιο της μελέτης του επανασχηματισμού ή επαναπροσανατολισμού τωναξιών, γνώσεων και προθέσεων (Κεφάλαιο 5), πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση τηςσυνεισφοράς συγκεκριμένης διδακτικής παρέμβασης και διερεύνηση του τρόπου μετον οποίο οι αποφάσεις των ατόμων διασυνδέονται με τις αξίες τους.Κρίθηκε κατάλληλη η υιοθέτηση της προσέγγισης της λήψης απόφασης στηναντιμετώπιση ενός κοινωνικό-επιστημονικού ζητήματος. Μέσα σε ένα ψηφιακόδιαδραστικό περιβάλλον οι μαθητές κλήθηκαν να επιλύσουν ένα πραγματικό τοπικόπρόβλημα. Το πρόβλημα σχετιζόταν με τις συγκρούσεις ανάμεσα στους κατοίκουςενός χωριού που προέκυψαν από την ανάγκη χάραξης καινούργιου δρόμου στηνπεριοχή εξάπλωσης του απειλούμενου ενδημικού φυτού της Κύπρου, Ophryskotschyi. Παρουσιάστηκαν τέσσερις επιλογές: δύο από αυτές προκαλούσαν άμεσες ήέμμεσες επιπτώσεις στον πληθυσμό του απειλούμενου είδους και δύο επιλογές είχανάμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στους κατοίκους του χωριού.Το δείγμα αποτέλεσαν 50 μαθητές της ΣΤ’ τάξης Δημοτικού. Οι μαθητές εργάστηκανσε 25 ομάδες των 2 ατόμων για 5 εβδομάδες (80 λεπτά ανά εβδομάδα). Αναπτύχθηκεκαι εφαρμόστηκε ένα δομημένο πλαίσιο κλιμακούμενης υποστήριξης της διαδικασίαςλήψης απόφασης το οποίο αποτελείτο από δέκα βήματα. Τα δεδομένα συλλέχθηκανμε ερωτήσεις ανοικτού τύπου που δόθηκαν πριν και μετά τη διδακτική παρέμβαση. Ηανάλυση των δεδομένων βασίστηκε σε ένα συνδυασμό ποιοτικών και ποσοτικώνμεθόδων.Από τη μελέτη των αποτελεσμάτων προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα: Οι μαθητές χρησιμοποίησαν πολλά κριτήρια στη διαδικασία λήψης μιας απόφασηςσχετικής με το περιβάλλον, ωστόσο, αυτό που τελικά καθόρισε την απόφασή τουςήταν κάποια καθοριστικά κριτήρια και θεμελιώδη επιχειρήματα, τα οποίαστηρίζονταν στο σύστημα αξιών του κάθε ατόμου. Αποκαλύφθηκαν τρία αξιοκεντρικά πρότυπα τα οποία διασυνδέουν τις αποφάσειςμε τις αξίες των ατόμων. Στο οικοκεντρικό πρότυπο, οι μαθητές απέδωσανμεγαλύτερη βαρύτητα σε περιβαλλοντικά κριτήρια (οικοσύστημα, ζώα, φυτά).Καθοριστική αξία που φαίνεται ότι κατηύθυνε τις αποφάσεις των μαθητών ήταν ηεγγενής αξία της φύσης και η οικολογική ακεραιότητα και ως εκ τούτου, οι μαθητέςεπέλεξαν τις διαδρομές με την άμεση ή έμμεση επίπτωση στους κατοίκους (16%πριν την διδακτική παρέμβαση και 48% μετά τη διδακτική παρέμβαση). Στο ήπια240 ανθρωποκεντρικό πρότυπο (κοινωνικό) οι μαθητές απέδωσαν μεγαλύτερηβαρύτητα σε κοινωνικά κριτήρια (κάτοικοι, υγεία, απόσταση, χρόνος).Καθοριστικές αξίες που κατηύθυναν τις αποφάσεις σχετίζονταν με την υγεία καιευημερία των κατοίκων. Οι αποφάσεις προσανατολίστηκαν στις διαδρομές πουπερνούσαν από το θαμνώνα, απορρίπτοντας ωστόσο σε μεγάλο βαθμό τη διαδρομήμε την άμεση καταστροφή του απειλούμενου πληθυσμού (40% πριν - 44% μετά).Στο έντονα ανθρωποκεντρικό πρότυπο (ωφελιμιστικό) οι μαθητές απέδωσανμεγαλύτερη βαρύτητα σε οικονομικά κριτήρια (κόστος / χρήσεις γης). Ηκαθοριστική αξία συσχετίστηκε με την ερμηνεία της φύσης ως «πόρος». Ως εκτούτου επέλεξαν τις διαδρομές που περνούσαν από το θαμνώνα (28% πριν - 8%μετά). Καταγράφηκε μία σημαντική μετάβαση στα πρότυπα απόφασης από ωφελιμιστικάσε οικοκεντρικά και σε ήπια ανθρωποκεντρικά, που υποδηλώνει ότιαναβαθμισμένες στρατηγικές μάθησης μπορούν να διαπραγματευτούναποτελεσματικά το πολύπλοκο θέμα της διατήρησης των απειλούμενων φυτών. H παραγωγή οικολογικής γνώσης για τα απειλούμενα είδη είναι πολύτιμη και πρέπεινα συνεχίσει με κάθε τρόπο, ωστόσο οι προσπάθειες διατήρησης των απειλούμενωνειδών θα γίνουν πιο αποτελεσματικές εάν η σύγχρονη εκπαίδευση συνεισφέρει στηνπροετοιμασία πολιτών που να αντιλαμβάνονται τη σημασία της διατήρησης τωναπειλουμένων ειδών ιδιαίτερα όταν αντιλαμβάνονται την προσωπική τους εμπλοκήστη χάραξη πολιτικής, στη διαχείριση αλλά και ως ιδιοκτήτες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The current Thesis concerns the population dynamics of two threatened endemicspecies of Cyprus Flora and the incorporation of the research findings inEnvironmental Education.The study was set in two main dimensions:In the frames of the first dimension, the ecological research was focused in thesystematic and diachronic monitoring of the population dynamics of Astragalusmacrocarpus subsp. lefkarensis (Chapter 2) and Ophrys kotschyi (Chapter 3) aimingto determine the demographic behavior of each species and record the fluctuation oftheir populations. Especially for the subspecies Astragalus macrocarpus subsp.lefkarensis, population viability analysis was carried out using matrix projectionmodels.In the frames of the dimension of environmental education, the research was focusedin students’ conceptions regarding threatened species. We attempted from one hand torecord and analyze students’ existing knowledge, values and indented actions andfrom the other hand to investigate the possibiliti ...
The current Thesis concerns the population dynamics of two threatened endemicspecies of Cyprus Flora and the incorporation of the research findings inEnvironmental Education.The study was set in two main dimensions:In the frames of the first dimension, the ecological research was focused in thesystematic and diachronic monitoring of the population dynamics of Astragalusmacrocarpus subsp. lefkarensis (Chapter 2) and Ophrys kotschyi (Chapter 3) aimingto determine the demographic behavior of each species and record the fluctuation oftheir populations. Especially for the subspecies Astragalus macrocarpus subsp.lefkarensis, population viability analysis was carried out using matrix projectionmodels.In the frames of the dimension of environmental education, the research was focusedin students’ conceptions regarding threatened species. We attempted from one hand torecord and analyze students’ existing knowledge, values and indented actions andfrom the other hand to investigate the possibilities of reformation or reorientation of students’ values, knowledge and intentions (Chapter 5), through a learningintervention based on decision making.We investigated the population viability of Astragalus macrocarpus subsp.lefkarensis, a perennial endemic plant to Cyprus’ Mediterranean type ecosystems.Three populations were demographically monitored in seven permanent plots. Amonitoring plan was applied in the field for four (4) consecutive years (2006-2009)recording traits of the species (morphological and reproductive traits) populationdynamics (size of population, developmental stages and spatial distribution) aspectsof its habitat (soil, climate, predation) and anthropogenic impacts.Data were analysed in RAMAS®-Metapop using stage-structured matrix projectionmodels to determine finite rates of increase and critical stages in the life cycle.Stochastic models of population dynamics were built by incorporating environmentaland demographic stochasticity. Population dynamics over 100 years, estimated theextinction risk, the expected minimum abundance and the median time to extinction.Management in RAMAS-Metapop was simulated by several scenarios of artificial introduction of individuals in order to investigate which is the optimum developmental stage for introduction, the minimum quantity of individuals and theminimum interval (years) during which the population management action shouldtake place for halting population decline.Effects of climatic and habitat characteristics on the finite growth rate as well as oninitial distribution of the four developmental stages (seedlings, saplings, juveniles andadults) were investigated by simple and multiple regression analyses.Statistical analyses were carried out using SPSS 16 (SPSS Inc. 2009) andSTATISTICA 7 (Statsoft Inc.)The main conclusions of the research are the following: Seedling survival and transition to saplings as well as sapling survival and transitionto juveniles was low, however plant survival was high in the large size classes. Deterministic simulations showed 1,7% decrease for the studied population. Thepopulation growth rate (λ) varied between 0.667 and 1.082. Decline in populationgrowth of A. macrocarpus subsp. lefcarensis, was more severe in the years, in which air temperature was increased and precipitation was decreased. The λ valuewas greater in populations found in higher elevations as compared to populationsfound in lower elevations. Survival of adults had the highest elasticity. Simulated stochastic population dynamics over 100 years and running 100replications of the model, estimated a 4% chance of extinction in the next 100 yearsfor the species. The minimum abundance expected to occur within the simulatedtime period is 45.7 individuals, while the median time to extinction is 80 years. The population of Asgata site (lowest elevation) has the highest risk of extinction(90%) with median time to extinction only 72 years, while populations ofKelokedara and Lefkara seem to face lower risk of extinction in the next 100 years(8% and 1% respectively). Management simulations suggest that augmenting the population with juvenileevery two years would be sufficient to halt deterministic population decline.However, introduction of juveniles and adults would have been more appropriate in higher elevation’s sites, since these stages were highly correlated with elevation andtemperature, while in lower elevation’s sites would be more preferable to augmentpopulations with wounded seeds, seedlings or saplings with regular irrigation, since these stages were highly correlated with precipitation.For the threatened population of Ophrys kotschyi (Chapter 3) three populations weredemographically monitored in nine permanent plots of 100m2. A monitoring plan wasapplied in the field for four (4) consecutive years (2006-2009) recording traits of thespecies (morphological and reproductive traits) population dynamics (size ofpopulation, developmental stages and spatial distribution) aspects of its habitat (soil,climate, predation) and anthropogenic impacts.The main conclusions of the research are the following: The mean population size for the studied population from all plots and all yeartransitions was 49 ± 7,8 (per100 m2). Individual plants of Ο. kotyschi showed irregular patterns of appearance aboveground between years although this irregularity was not synchronous betweenplants. During the study there were several occasions when prior recorded orchidsfailed to appear in one season but reappeared in the next. A smaller numberdisappeared for two consecutive years but subsequently reappeared. A very smallnumber of longer absences was observed Regarding population structure all individuals were classified in one of the following categories: Flowering, Vegetative and Dormant. According to the transition analysis from one developmental stage to another, it wasrevealed that the probability of a plant to stay at the same developmental stage in afollowing year was high. The probability of a plant to stay at the flowering stagewas the highest (56,6%). However, a flowering plant showed higher probability ofbecoming dormant (23,1%) than vegetative (17,3%) in a following year. Theprobability of a plant to stay at the dormant stage was also high (50%), since half ofthe population was below ground for at list two consecutive years. A dormant plantshowed higher probability of becoming vegetative (5,8%) than flowering (3,2%) ina following year, while a vegetative plant showed higher probability of becomingdormant (14,3% ) than flowering (10,8%) in a following year. The mean predation percentage for the studied population from all plots and all yeartransitions was higher in flowers (7,4 ± 2,9), than in leaves (4,7 ± 3,9) and fruits(2,8 ± 4,0). The proposal of management measures is very difficult in the case of Orchidacea,since they have complicated and uncertain life cycles, which include dormant stagesand an alteration of seed and vegetative reproduction.In the frames of diagnosing, recording and analyzing student’s conceptions regardingthreatened plants (Chapter 4), we studied children’s intended conservationmanagementactions regarding threatened plant conservation, the personal valuesunderlying their actions and the concepts related to the reasons pose plants tovulnerability. We used photos of four (4) threatened plants of Cyprus Flora as visualaids for conducting structured interviews with 60 students aged 10 to 12 years. Theinterviews were transcribed verbatim and the analysis was carried out in an iterativemanner on those transcripts. The textual corpus was analyzed by employing themethod of “content analysis”Chi-squared (x2) and Cross tabulation analyses were performed using SPSS (version16.0; Chicago, Illinois). The main conclusions of the research are the following: Students lack real knowledge of the reasons of threat for flora’s diversity, since theyde-emphasized societal reasons of plant population deterioration, such as pollution,or urban development while they did not realise that direct destruction of habitats byhuman is the most drastic factor to plant vulnerability. Weak anthropocentric values related to the aesthetic value of threatened plants werewell documented while truly anthropocentric values related to economic criteriawere not important for children. Children in that age did not anchor theirconservation actions and management measures in economic criteria. When children had the power to act (mayor role) they moved towards actions ofhigher hierarchical classification i.e policy-based and habitat-based actions insteadof single-species actions. Four value-driven patterns towards conservation were revealed. Children who holdecocentric or functional values, which stand at the two poles of ecocentricanthropocentriccontinuum, have more concrete trends of intended conservation actions and management measures either as students or mayor. On the contrary themajority of children, who constitute the Biocentric and Aesthetic pattern, present aconsiderable fluctuation under the different roles, or different places of residence orgender.In the frames of the study of reformation or reorientation of values, knowledge andintentions (Chapter 5), a learning intervention was developed and applied in the class.We evaluated the learning intervention which was aiming to the development ofstudents’ decision making skills and argumentation for the conservation of threatenedplants.The study addressed the role that children’s value-based arguments play in theformation of a decision by applying a structured framework. Computer based,scaffolded learning activities were designed challenging students in solving anauthentic local problem. The problem was related to the conflicts among theinhabitants of a village derived from the need of a new road development. Fouroptions were presented; two of which causing direct and indirect impacts on theecosystem of a threatened plant population and other two affecting directly orindirectly the inhabitants of the village. The learning environment provided necessaryscientific information through digital learning objects for the consideration of themultiple aspects of the problem, the study of the effects of the possible options and the formulation and balancing of criteria before selecting the best compromise.Children were asked to come up with concrete decision, in order to help inhabitantswith the problem.Participants were 50 students of 6th grade, of a suburban school in Cyprus, 32 boysand 28 girls. Students worked in groups of two (25 groups) over a period of 6 weeks.Data were obtained through pre- and post intervention instruments: (a) application ofthe optimization strategy and (b) open-ended written test. Groups’ data were codedand analyzed according to the method of content analysis. Categories related todecisions, arguments and values were emerged.The main conclusions of the research are the following: Before instruction, criteria related to the distance and the disturbance of inhabitantswere dominant in students decisions, while criteria related to time, cost, health,plant and animal had very low representation in students’ arguments. Criteriarelated to the ecosystem were completely absent. Regarding the weight given to each criterion distance and inhabitants were evaluated on the top. After instruction, the quality of ecological reasoning and argumentation wasincreased. The majority of criteria were related to plants and animals whileecosystem, health, time, inhabitants, distance and cost were following. When students had to adjust relative weights to evaluation criteria and balancingstrengths and weaknesses of the various alternative, ecosystem and health ranked inthe first places; plants, animals and inhabitants followed, while distance, cost andtime ranked at the end. The relative weight of each criterion seems to be based on the value system of thedecision makers and was proven to highly determine the final decision. Even though children incorporate several criteria in the decision making procedure,what is finally driving their decisions are some substantive arguments which arebased on decisive values. The comparison of arguments, values and decisions exhibited three value drivenpatterns of decision-makers (a)Ecocentric (b) Weak anthropocentric (social) and (c)Strong anthropocentric (functional economic). Transmission of decision-makers patterns from strong anthropocentric towards weak anthropocentric and ecocentric was revealed after the learning intervention.The transmission in patterns of decision-makers implies that integrated learningstrategies of placing threatened organisms in the frames of the complex system ofecological and societal components, through computer based-scaffolded learningactivities, were proved to challenge children to develop values, skills and actioncompetence needed to face complex situations and act on critical decisions regardingthe conservation of organisms in danger.Such integration in teaching strategies effectively engage students with the complextopic of biological conservation; not just in terms of science content, but also in termsof preparing citizens for competent participation in environmental decision making asfuture stakeholders, managers or policy-makers.
περισσότερα